- βαδίζω
- (AM βαδίζω)1. κινούμαι, προχωρώ με προβολή του ενός ποδιού και στήριξη του άλλου στο έδαφος, εναλλάξ, σε κανονικό ρυθμό2. κατευθύνομαινεοελλ.1. συμπεριφέρομαι, ενεργώ («καλά βαδίζει»)2. φρ. «βαδίζω επί τα ίχνη κάποιου» ή «βαδίζω στ' αχνάρια του» — ακολουθώ το παράδειγμά του, προσπαθώ να του μοιάσωαρχ.-μσν.φρ.1. «βαδίζω ἐπ' οἰκίας» — μπαίνω παράνομα σε ξένο σπίτι2. «βαδίζω εἰς τα πατρῷα» — παίρνω την πατρική κληρονομιά3. «βαδίζω ἐπ' ἔλαττον» — ελαττώνομαι4. «ὁδῷ βαδίζει» — τα πράγματα πάνε καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βάδην.ΣΥΝΘ. προβαδίζω, συμβαδίζωαρχ.αντιβαδίζω, αποβαδίζω, διαβαδίζω, εμβαδίζω, προσβαδίζω νεοελλ. αργοβαδίζω, γοργοβαδίζω, καλοβαδίζω, κουτσοβαδίζω, σιγοβαδίζω].
Dictionary of Greek. 2013.